αντίμετρο 希腊语 名词 αντίμετρο (antímetro) n(复数 αντίμετρα) 对策 (更常用复数形式)变格 αντίμετρο的变格 单数 复数 主格 αντίμετρο • αντίμετρα • 属格 αντιμέτρου • αντιμέτρων • 宾格 αντίμετρο • αντίμετρα • 呼格 αντίμετρο • αντίμετρα • 相关词汇 参见:μέτρο n (métro, “测量;公尺”)