ανεμώνα 希腊语 名词 ανεμώνα (anemóna) f(复数 ανεμώνες) 银莲花 近义词: ανεμώνη (anemóni)变格 ανεμώνα的变格 单数 复数 主格 ανεμώνα • ανεμώνες • 属格 ανεμώνας • — 宾格 ανεμώνα • ανεμώνες • 呼格 ανεμώνα • ανεμώνες •