logo

ανεμόπτερο是什么意思_ανεμόπτερο读音|解释_ανεμόπτερο同义词|反义词

ανεμόπτερο

希腊语

名词

ανεμόπτερο (anemópteron(复数 ανεμόπτερα

  1. (航空) 滑翔机
    近义词: ανεμοπλάνο (anemopláno)

变格

相关词汇

  • ανεμοπλάνο n (anemopláno, 滑翔机)
  • ανεμοπλοΐα f (anemoploḯa, 滑翔)
  • ανεμοπορία f (anemoporía, 滑翔)
  • ανεμοπόρος m (anemopóros, 滑翔机飞行员)
  • 并参见:άνεμος m (ánemos, )