ανεμόβροχο
希腊语
其他写法
- ανεμοβρόχι n (anemovróchi)
词源
άνεμος (ánemos, “风”) + βροχή (vrochí, “雨”)
名词
ανεμόβροχο (anemóvrocho) n(复数 ανεμόβροχα)
- 暴风雨
- 近义词: δρολάπι (drolápi)
变格
ανεμόβροχο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | ανεμόβροχο • | ανεμόβροχα • |
| 属格 | ανεμόβροχου • | ανεμόβροχων • |
| 宾格 | ανεμόβροχο • | ανεμόβροχα • |
| 呼格 | ανεμόβροχο • | ανεμόβροχα • |
相关词汇
- 参见:βροχή f (vrochí, “雨”)
- 并参见:άνεμος m (ánemos, “风”)
