αμπερόμετρο 希腊语 名词 αμπερόμετρο (amperómetro) n(复数 αμπερόμετρα) (电力) 电流表变格 αμπερόμετρο的变格 单数 复数 主格 αμπερόμετρο • αμπερόμετρα • 属格 αμπερόμετρου • αμπερόμετρων • 宾格 αμπερόμετρο • αμπερόμετρα • 呼格 αμπερόμετρο • αμπερόμετρα • 相关词汇 参见:αμπέρ n (ampér, “安培”)拓展阅读 Αμπέρ在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el