αλκοολισμός 希腊语 名词 αλκοολισμός (alkoolismós) m(不可数) (病理学) 酗酒变格 αλκοολισμός (alkoolismós)的变格 单数 主格 αλκοολισμός • 属格 αλκοολισμού • 宾格 αλκοολισμό • 呼格 αλκοολισμέ • 近义词 αλκοολίκι n (alkoolíki)相关词汇 参见:αλκοόλ n (alkoól, “酒精;烈酒;乙醇”)拓展阅读 αλκοολισμός在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el