αλέκτωρ 希腊语 名词 αλέκτωρ (aléktor) m(复数 αλέκτορες) αλέκτορας (aléktoras) 的纯正希腊语形式变格 αλέκτωρ的变格 单数 复数 主格 αλέκτωρ • αλέκτορες • 属格 αλέκτορος • αλεκτόρων • 宾格 αλέκτορα • αλέκτορες • 呼格 αλέκτορ • αλέκτορες •