αιμόλυση 希腊语 名词 αιμόλυση (aimólysi) f(不可数) (病理学) 溶血变格 αιμόλυση (aimólysi)的变格 单数 主格 αιμόλυση • 属格 αιμόλυσης • 宾格 αιμόλυση • 呼格 αιμόλυση • 近义词 αιμολυσία f (aimolysía)相关词汇 αιμολυτικός (aimolytikós, “溶血的”)并参见:αίμα n (aíma, “血”)拓展阅读 αιμόλυση在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el