αιμοσφαίριο
希腊语
名词
αιμοσφαίριο (aimosfaírio) n(复数 αιμοσφαίρια)
- 〈医/生〉 血细胞
变格
αιμοσφαίριο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | αιμοσφαίριο • | αιμοσφαίρια • |
| 属格 | αιμοσφαιρίου • | αιμοσφαιρίων • |
| 宾格 | αιμοσφαίριο • | αιμοσφαίρια • |
| 呼格 | αιμοσφαίριο • | αιμοσφαίρια • |
相关词汇
- ερυθρό αιμοσφαίριο n (erythró aimosfaírio, “红细胞”)
- λευκό αιμοσφαίριο n (lefkó aimosfaírio, “白细胞”)
- 并参见:αίμα n (aíma, “血”)
