αιματολόγος
希腊语
名词
αιματολόγος (aimatológos) m 或 f(复数 αιματολόγοι)
- (医学, 生物学) 血液学家
变格
αιματολόγος的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | αιματολόγος • | αιματολόγοι • |
| 属格 | αιματολόγου • | αιματολόγων • |
| 宾格 | αιματολόγο • | αιματολόγους • |
| 呼格 | αιματολόγε • | αιματολόγοι • |
相关词汇
- 参见:αιματολογία f (aimatología, “血液学”)
- 并参见:αίμα n (aíma, “血”)
参见
- αιμοσφαιρίνη f (aimosfairíni, “血红蛋白”)
