αιγοπρόβατα
希腊语
词源
αιγο- (aigo-, “山羊”) + πρόβατο (próvato, “绵羊”)
名词
αιγοπρόβατα (aigopróvata) n pl
变格
αιγοπρόβατα
| 复数 | |
|---|---|
| 主格 | αιγοπρόβατα • |
| 属格 | αιγοπροβάτων • |
| 宾格 | αιγοπρόβατα • |
| 呼格 | αιγοπρόβατα • |
近义词
- γιδοπρόβατα n pl (gidopróvata)
同类词汇
- 参见:πρόβατο n (próvato, “绵羊”)
