αερόμπικ 希腊语 词源 源自英语 aerobics。 名词 αερόμπικ (aerómpik) n(无变格) 有氧运动近义词 αεροβική γυμναστική f (aerovikí gymnastikí, “有氧运动”) αερόβια άσκηση f (aeróvia áskisi, “有氧运动”)相关词汇 参见:αερόβιος (aeróvios, “有氧的,好氧的”)