希腊语
词源
αεροπλάνο (aeropláno) + -άκι (-áki)
名词
αεροπλανάκι (aeroplanáki) n(复数 αεροπλανάκια)
- 单词 αεροπλάνο (aeropláno, “飞机”) 之指小词
变格
αεροπλανάκι的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
αεροπλανάκι •
|
αεροπλανάκια •
|
|---|
| 属格
|
—
|
—
|
|---|
| 宾格
|
αεροπλανάκι •
|
αεροπλανάκια •
|
|---|
| 呼格
|
αεροπλανάκι •
|
αεροπλανάκια •
|
|---|