αεράκι 希腊语 名词 αεράκι (aeráki) n(复数 αεράκια) 单词 αέρας (aéras, “风”) 之指小词:微风变格 αεράκι的变格 单数 复数 主格 αεράκι • αεράκια • 属格 — — 宾格 αεράκι • αεράκια • 呼格 αεράκι • αεράκια • 近义词 αγέρι n (agéri, “微风”) αέρι n (aéri, “微风”)相关词汇 参见:αέρας m (aéras, “空气,风”)