αδενίτιδα 希腊语 词源 借自法语 adénite。 名词 αδενίτιδα (adenítida) f(复数 αδενίτιδες) (医学, 病理学) 腺炎变格 αδενίτιδα的变格 单数 复数 主格 αδενίτιδα • αδενίτιδες • 属格 αδενίτιδας • αδενιτίδων • 宾格 αδενίτιδα • αδενίτιδες • 呼格 αδενίτιδα • αδενίτιδες • 相关词汇 参见:αδένας m (adénas, “腺”)拓展阅读 αδενίτιδα在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el