αγώνισμα 希腊语 名词 αγώνισμα (agónisma) n (复数 αγωνίσματα) 比赛,大赛变格 αγώνισμα的变格 单数 复数 主格 αγώνισμα • αγωνίσματα • 属格 αγωνίσματος • αγωνισμάτων • 宾格 αγώνισμα • αγωνίσματα • 呼格 αγώνισμα • αγωνίσματα • 相关词汇 参见:αγώνας m (agónas, “努力,奋斗;比赛”)