αγόρευση 希腊语 名词 αγόρευση (agórefsi) f(复数 αγόρευσες) 演讲,演说变格 αγόρευση的变格 单数 复数 主格 αγόρευση • αγορεύσεις • 属格 αγόρευσης • αγορεύσεως • αγορεύσεων • 宾格 αγόρευση • αγορεύσεις • 呼格 αγόρευση • αγορεύσεις • 近义词 λόγος m (lógos)相关词汇 αγορεύω (agorévo, “作演讲”) αγορητής m (agoritís, “演讲者”) αγορήτρια f (agorítria, “演讲者”)参见:αγορά f (agorá, “市场”)