αγωνία 希腊语 词源 源自古希腊语 ἀγωνία (agōnía)。 发音 IPA(帮助):/aɣoˈnia/ 断字:α‧γω‧νί‧α 同音词:αγονία (agonía)名词 αγωνία (agonía) f(复数 αγωνίες) 焦虑,焦急,焦躁 痛苦变格 αγωνία的变格 单数 复数 主格 αγωνία • αγωνίες • 属格 αγωνίας • αγωνιών • 宾格 αγωνία • αγωνίες • 呼格 αγωνία • αγωνίες • 相关词汇 αγώνας m (agónas, “努力,奋斗;比赛”)