αγριότοπος 希腊语 词源 αγριό- (agrió-, “野”) + τόπος (tópos, “地方”) 名词 αγριότοπος (agriótopos) m(复数 αγριότοποι) 荒野变格 αγριότοπος的变格 单数 复数 主格 αγριότοπος • αγριότοποι • 属格 αγριότοπου • αγριότοπων • 宾格 αγριότοπο • αγριότοπους • 呼格 αγριότοπε • αγριότοποι •