αγοράκι 希腊语 词源 αγόρι (agóri, “男孩”) + -άκι (-áki, 指小后缀) 名词 αγοράκι (agoráki) n(复数 αγοράκια) 单词 αγόρι (agóri) 之指小词:小男孩 (爱称) 亲爱的变格 αγοράκι的变格 单数 复数 主格 αγοράκι • αγοράκια • 属格 — — 宾格 αγοράκι • αγοράκια • 呼格 αγοράκι • αγοράκια • 相关词汇 参见:αγόρι n (agóri, “男孩”)参见 κοριτσάκι n (koritsáki, “小女孩”)