αβλεψία 希腊语 名词 αβλεψία (avlepsía) f(复数 αβλεψίες) 疏忽,大意变格 αβλεψία的变格 单数 复数 主格 αβλεψία • αβλεψίες • 属格 αβλεψίας • αβλεψιών • 宾格 αβλεψία • αβλεψίες • 呼格 αβλεψία • αβλεψίες • 相关词汇 参见:αβλέπτημα n (avléptima, “疏忽;错印”)