αβγουλάκι 希腊语 词源 αβγό (avgó) + -άκι (-áki) 发音 IPA(帮助):/avɣuˈlaci/名词 αβγουλάκι (avgouláki) n(复数 αβγουλάκια) 单词 αβγό (avgó, “蛋,卵”) 之指小词变格 αβγουλάκι的变格 单数 复数 主格 αβγουλάκι • αβγουλάκια • 属格 — — 宾格 αβγουλάκι • αβγουλάκια • 呼格 αβγουλάκι • αβγουλάκια •