αβασίλευτος
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
形容词
αβασίλευτος (avasíleftos) m(阴性 αβασίλευτη,中性 αβασίλευτο)
- 无君主统治的
- αβασίλευτη δημοκρατία ― avasílefti dimokratía ― 共和国
- (日、月等) 未落下的
- Εκεί βγαίνει ο ήλιος, ήλιος λαμπρός και αβασίλευτος.
- Ekeí vgaínei o ílios, ílios lamprós kai avasíleftos.
- 太阳来了,明亮未落的太阳。
- 无限的
- αβασίλευτη δόξα
- avasílefti dóxa
- 无限荣光
变格
αβασίλευτος 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | αβασίλευτος • | αβασίλευτη • | αβασίλευτο • | αβασίλευτοι • | αβασίλευτες • | αβασίλευτα • |
| 属格 | αβασίλευτου • | αβασίλευτης • | αβασίλευτου • | αβασίλευτων • | αβασίλευτων • | αβασίλευτων • |
| 宾格 | αβασίλευτο • | αβασίλευτη • | αβασίλευτο • | αβασίλευτους • | αβασίλευτες • | αβασίλευτα • |
| 呼格 | αβασίλευτε • | αβασίλευτη • | αβασίλευτο • | αβασίλευτοι • | αβασίλευτες • | αβασίλευτα • |
派生词
- αβασίλευτα (avasílefta)
- βασιλιάς m (vasiliás, “王”)
