έντερο
希腊语
其他写法
- άντερο n (ántero) 〈口〉
词源
源自古希腊语 ἔντερον (énteron)。
发音
- IPA(帮助):/ˈendeɾo/
- 断字:έ‧ντε‧ρο
名词
έντερο (éntero) n(复数 έντερα)
变格
έντερο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | έντερο • | έντερα • |
| 属格 | εντέρου • | εντέρων • |
| 宾格 | έντερο • | έντερα • |
| 呼格 | έντερο • | έντερα • |
派生词
- γαστρεντερικός (gastrenterikós)
- γαστρεντερίτιδα (gastrenterítida)
- γαστρεντερο- (gastrentero-)
- γαστρεντερολογία (gastrenterología)
- γαστρεντερολόγος (gastrenterológos)
- γαστροεντερο- (gastroentero-)
- δυσεντερία (dysentería)
- εντεραλγία (enteralgía)
- εντερεκτομή (enterektomí)
- εντερικός (enterikós)
- εντέρινος (entérinos)
- εντερίτιδα (enterítida)
- εντερο- (entero-)
- εντεροκολίτιδα (enterokolítida)
- εντερολιθίαση (enterolithíasi)
- εντεροπάθεια (enteropátheia)
- λεπτό έντερο n (leptó éntero, “小肠”)
- χαλκέντερος (chalkénteros)
