έμφραγμα
希腊语
名词
έμφραγμα (émfragma) n(复数 εμφράγματα)
变格
έμφραγμα的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | έμφραγμα • | εμφράγματα • |
| 属格 | εμφράγματος • | εμφραγμάτων • |
| 宾格 | έμφραγμα • | εμφράγματα • |
| 呼格 | έμφραγμα • | εμφράγματα • |
近义词
- καρδιακή προσβολή f (kardiakí prosvolí)
相关词汇
- έμφραγμα του μυοκαρδίου n (émfragma tou myokardíou, “心肌梗塞,心肌梗死”)
延伸阅读
- Έμφραγμα του μυοκαρδίου在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
