έμπορας
希腊语
词源
源自έμπορ(ος) (émpor(os)) + -ας (-as) < 古希腊语 ἔμπορος (émporos)。[1]
发音
- IPA(帮助):/ˈem.bo.ɾas/
- 断字:έ‧μπο‧ρας
名词
έμπορας (émporas) m(复数 έμπορες,阴性 εμπόρισσα)
变格
έμπορας的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | έμπορας • | έμπορες • |
| 属格 | έμπορα • | εμπόρων • |
| 宾格 | έμπορα • | έμπορες • |
| 呼格 | έμπορα • | έμπορες • |
近义词
- έμπορος m (émporos)
相关词汇
- -έμπορας (-émporas)
- 并参见:εμπόριο n (empório, “商业,贸易”)
参考资料
- ↑ έμπορας in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
