άπατρις 希腊语 名词 άπατρις (ápatris) m 或 f(复数 απάτριδες) 无国籍人士 不爱国者变格 άπατρις的变格 单数 复数 主格 άπατρις • απάτριδες • 属格 απάτριδος • απατρίδων • 宾格 απάτριδα • άπατριν • απάτριδες • 呼格 άπατρις • απάτριδες • 拓展阅读 άπατρις在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el