άγγελμα 希腊语 名词 άγγελμα (ángelma) n(复数 αγγέλματα) 通告,公告 消息,讯息变格 άγγελμα的变格 单数 复数 主格 άγγελμα • αγγέλματα • 属格 αγγέλματος • αγγελμάτων • 宾格 άγγελμα • αγγέλματα • 呼格 άγγελμα • αγγέλματα • 相关词汇 αγγελτήριο n (angeltírio, “通知,结婚通知”)并参见:άγγελος m (ángelos, “天使,信使”)