Σκωτσέζος 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 其他写法 Σκοτσέζος m (Skotsézos)词源 源自意大利语 scozzese。 名词 Σκωτσέζος (Skotsézos) m(复数 Σκωτσέζοι,阴性 Σκωτσέζα) 苏格兰人(多指男性)变格 Σκωτσέζος的变格 单数 复数 主格 Σκωτσέζος • Σκωτσέζοι • 属格 Σκωτσέζου • Σκωτσέζων • 宾格 Σκωτσέζο • Σκωτσέζους • 呼格 Σκωτσέζε • Σκωτσέζοι • 近义词 Σκώτος m (Skótos)相关词汇 参见:Σκωτία f (Skotía, “苏格兰”)