Αρμένης 希腊语 名词 Αρμένης (Arménis) m(复数 Αρμένηδες,阴性 Αρμένισσα) 亚美尼亚人(男性)变格 Αρμένης的变格 单数 复数 主格 Αρμένης • Αρμένηδες • 属格 Αρμένη • Αρμένηδων • 宾格 Αρμένη • Αρμένηδες • 呼格 Αρμένη • Αρμένηδες • 近义词 Αρμένιος m (Arménios)相关词汇 参见:Αρμενία f (Armenía, “亚美尼亚”)